πλατυσμάτιον

πλατυσμάτιον
πλατυσμάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλατυσματίου — πλατυσμάτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυσματίῳ — πλατυσμάτιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυσμάτιο — το / πλατυσμάτιον, ΝΑ [πλάτυσμα] νεοελλ. (θερμοδυν.) πλατύ μεταλλικό στέλεχος, κατασκευασμένο από εύτηκτο κράμα το οποίο κατά την υπερθέρμανση ενός λέβητα τήκεται και επιτρέπει τη διαφυγή τού ατμού στην ελεύθερη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”